έκκαυμα

έκκαυμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "έκκαυμα" в других словарях:

  • ἔκκαυμα — wood for lighting fires neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ἐκκαυμάτων — ἔκκαυμα wood for lighting fires neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκαύματα — ἔκκαυμα wood for lighting fires neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκκαυματίζω — βάζω έκκαυμα στο πυροβόλο όπλο …   Dictionary of Greek

  • εκκαυματοποιός — ο τεχνίτης ή πυροβολητής που κατασκευάζει έκκαυμα …   Dictionary of Greek

  • πυροδότης — ο, Ν 1. στρ. ράβδος με φιτίλι στο ένα της άκρο με την οποία μεταδιδόταν η φωτιά στο έκκαυμα τών παλαιότερων πυροβόλων 2. (κατ επέκτ.) κάθε μέσο για το άναμμα ή για τη μετάδοση τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ* + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης …   Dictionary of Greek

  • πυροδότηση — η, Ν [πυροδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυροδοτώ, η μετάδοση φωτιάς στο έκκαυμα εκρηκτικού γεμίσματος 2. συνεκδ. η επερχόμενη ανάφλεξη από τη μετάδοση τής φωτιάς 3. αστροναυτ. η έναρξη τής χημικής αντίδρασης η οποία μέσα στον θάλαμο… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱԼԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0583 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 11c գ. οὑλή cicatrix σημασία signum ὔδερος aqua intercus ἕκκαυμα adustio κήλη tumor, ulcus. Պաղպաջ. փայլուն այտուց մարմնոյ. եւ Սպի. եւ Կեղ. խոյլ. խաղաւարտ. խարան. նիշ. բշտիկ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»